στρατοί — στρατός army masc nom/voc pl στρατόω to be on a campaign pres subj mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres ind mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Strati, Crete — Strati (Greek Στράτοι ) is a small village in Chania Prefecture on the island of Crete, Greece. It has 6 residents (2001 census [http://www.statistics.gr/gr tables/S1101 SAP 1 TB DC 01 03 Y.pdf source] ) and it s within the municipality of East… … Wikipedia
οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
συρματόπλεγμα — Εμπόδιο εδάφους από λείο ή αγκαθωτό σύρμα. Χρησιμοποιείται για την αναχαίτιση του εχθρικού πεζικού. Τα πρώτα σ. εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ήταν συρμάτινα δίχτυα. Αγκαθωτό σύρμα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο των… … Dictionary of Greek
υρκάνιος — α, ο / ὑρκάνιος, ία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ίη Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Υρκανία ή στους Υρκανούς, υρκανικός 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Υρκάνιος, η Υρκάνια και Ὑρκάνιος και Ὑρκανία ο Υρκανός 3. φρ. «Υρκάνιο(ν) πεδίο(ν)» πεδινή… … Dictionary of Greek